Επιτέλους! Κοιτάξτε και τον χρηματοοικονομικό τομέα! Υπάρχει και εκεί φορολογητέα ύλη. Για παράδειγμα θα μπορούσε η κυβέρνηση να εξετάσει τη φορολόγηση φυσικών προσώπων που κατέχουν πάνω από ένα ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου εισηγμένων εταιρειών –ας πούμε 0,5%– ή και μη εισηγμένων εταιρειών που τα τελευταία 3 χρόνια κατέγραψαν κάποια κερδοφόρα χρήση. Με δεδομένα ότι η κεφαλαιοποίηση του χρηματιστηρίου κινείται σε επίπεδα άνω του 33% του ΑΕΠ για τα χρόνια πριν το 2010 και τη μείωση του ΑΕΠ το 2011 είναι σίγουρο ότι τα προβλεπόμενα έσοδα μπορούν να προσεγγίζουν ένα ποσό κοντά στο 0,5% του τρέχοντος ΑΕΠ. Κυρίως όμως είναι σίγουρο ότι μεταξύ αυτών που θα επιβαρυνθούν ελάχιστοι θα είναι εκείνοι που ο επιπλέον φόρος θα τους φέρει σε αρνητική θέση ή σε αδυναμία να ανταπεξέλθουν –όπως είναι σίγουρο ότι θα συμβεί για πολλούς συνταξιούχους και πτωχούς στην περίπτωση πληρωμής του τέλους ακίνητης περιουσίας.
Επιπλέον η κυβέρνηση θα μπορούσε να εξετάσει την περίπτωση ειδικής φορολογικής εισφοράς στις τράπεζες και μάλιστα ως μόνιμο διαρθρωτικό μέτρο που θα διαμορφώνεται με ποιοτικά κριτήρια όπως το ύψος απόκλισης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ακόμα και στην περίπτωση που οι τράπεζες δηλώνουν μη ικανή κεφαλαιακή επάρκεια, μπορεί να θεσπιστεί εισφορά με διευθέτηση έναντι μελλοντικών κερδών. Ας μην ξεχνάμε ότι οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη σε όλα τα χρόνια της κρίσης και ενέγραψαν ελάχιστες προβλέψεις σε σχέση με τις ζημιές και τις τεράστιες προβλέψεις των τραπεζών σε ανάλογου μεγέθους ή/και οικονομικής κατάστασης ευρωπαϊκές χώρες –πχ Ολλανδία, Βέλγιο, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Αυστρία.
Επιπλέον, η κυβέρνηση –και η αντιπολίτευση– θα μπορούσαν να εξετάσουν τη φορολόγηση τάξεων και κλάδων που αποδεδειγμένα έχουν απομυζήσει τεράστιο ποσοστό της παραοικονομικής δραστηριότητας που αναπτύχθηκε στη χώρα όπως οι κατασκευαστές και όλοι οι ενεχόμενοι στον κατασκευαστικό κάδο. Αν λάβουμε υπόψη τα στεγαστικά δάνεια των τραπεζών όλα αυτά τα χρόνια και το γεγονός ότι αυτά ανταποκρινόντουσαν στο 100% της εμπορικής αξίας των ακινήτων όσο και το γεγονός ότι κατά μέσο όρο η εμπορική αξία ήταν διπλάσια από την αντικειμενική, εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι η αξία της παραοικονοικής δραστηριότητας που εγκολπώνει ο κατασκευαστικός τομέας κινείται στο 50% των στεγαστικών δανείων που διαθέτουν οι τράπεζες κάθε χρόνο. Δηλαδή κινείται περίπου στο 15% του ΑΕΠ της χώρας. Ας θεσπιστεί εισφορά στους κατασκευαστές, για κάθε τετραγωνικό μέτρο που έχουν κτιστεί τα τελευταία 5 χρόνια μετακυλιόμενο κάθε έτος και για όσο διάστημα δεν είναι δυνατή η τιθάσευση της παραοικονομικής δραστηριοποίησης του κάδου. Ας θεσπιστεί εισφορά στις εταιρείες παραγωγής και εμπορίας σκυροδέρματος ή άλλων οικοδομικών υλικών. Και στον τομέα αυτό είναι σίγουρο ότι οι εκτάκτως φορολογούμενοι σπανιότατα θα βρεθούν σε θέση αδυναμίας πληρωμής όπως θα βρεθεί ένας ηλικιωμένος άνεργος που δεν εντάσσεται στο καθεστώς των μακροχρόνιων ανέργων.
Μια άλλη κατηγορία πολιτών που διαφεύγουν μονίμως της προσοχής της κυβέρνησης –όσο και της αντιπολίτευσης– είναι οι εφοπλιστές και εν γένει οι εργαζόμενοι στην ναυτιλία. Ένα κλάδο που καταγράφει μονίμως υστέρηση στη συμβολή του στο ΑΕΠ της χώρας σε σχέση με το μέγεθος του στόλου αλλά και τη συμμετοχή στη διαμόρφωση του ισοζυγίου πληρωμών –και άρα εκτεταμένη φοροδιαφυγή.
Είναι σίγουρο ότι αν σκεφθεί κανείς σε όρους πραγματικής οικονομίας και ιδιαίτερα παραοικονομίας θα βρει πολλές μεθόδους δίκαιης ή/και δικαιότερης φορολόγησης. Αρκεί να θέλει να υπερβεί την εξαντλητική φορολογική διαχείριση της βάσης δεδομένων των συνταξιούχων και των μισθωτών.